Παρακαλώ περιμένετε - Το σύστημα επεξεργάζεται τα στοιχεία που του δώσατε και κάνει έλεγχο της διαθεσιμότητας!

 

 
 
 
 
 
 
 
 

 

  • Πρόγραμμα

    ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΜΑΡΑΘΟΥΠΟΛΗ

    ΚΥΠΑΡΙΣΙΑ - ΒΟΙΔΟΚΟΙΛΙΑ - ΠΥΛΟΣ - ΜΕΘΩΝΗ - ΚΑΛΑΜΑΤΑ -
    ΝΗΣΟΣ ΠΡΩΤΗ - ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΗ - ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ - ΒΥΤΙΝΑ

     

    ΑΝΑΧΩΡΗΣH: 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ: 4 ΗΜΕΡΕΣ

     

    ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  

    Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Αναχώρηση 08:30 από Αθήνα, ημίωρη στάση στην περιοχή του Αρτεμισίου και συνεχίζουμε μέσω ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ για την ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Μεσσηνίας, χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω όπου θα έχουμε και μικρή στάση - επίσκεψη. Νωρίς το απόγευμα καταλήγουμε στη Μαραθούπολη. Τακτοποίηση στο ξενοδοχείο μας, δείπνο με νηστίσιμα, παρακολούθηση της περιφοράς του Επιταφίου, διανυκτέρευση.

    Μ.ΣΑΒΒΑΤΟ: Πρωινό και μια υπέροχη εκδρομή στο ΝΔ άκρο της Πελοποννήσου ξεκινά. Η διαδρομή μας με μοναδική θέα στη λιμνοθάλασσα του Διβαρίου και τη γραφική παραλία της Βοιδοκοιλιάς, μας οδηγεί στη γοητευτική κωμόπολη ΠΥΛΟ. Κτισμένη αμφιθεατρικά στο νότιο άκρο του κόλπου του ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ, σου δίνει την αίσθηση νησιού. Επίσκεψη στο επιβλητικό μνημείο των «ΤΡΙΩΝ ΝΑΥΑΡΧΩΝ» και συνεχίζουμε για ΜΕΘΩΝΗ, την πόλη με το ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΟ ΚΑΣΤΡΟ, από τα πιο καλοδιατηρημένα όλης της ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ. Ακολουθεί επίσκεψη στη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα την ΚΑΛΑΜΑΤΑ, χρόνος ελεύθερος για περιπάτους γνωριμίας και επίσκεψη στον ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ, πολιούχο της πόλης. Επιστροφή το απόγευμα στο ξενοδοχείο μας στη ΜΑΡΑΘΟΥΠΟΛΗ, χρόνος ελεύθερος, παρακολούθηση της Αναστάσιμης ακολουθίας, Αναστάσιμο δείπνο, διαν/ση.

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ: Πρωινό και η Πασχαλινή ατμόσφαιρα στον κήπο του ξενοδοχείου με το παραδοσιακό ψήσιμο του οβελία, δίνει το χρώμα της ημέρας του Ελληνικού Πάσχα. Πριν αρχίσει το Πασχαλινό γλέντι με κρασάκι και μεζέδες, προτείνουμε προαιρετικά μια πολύ ενδιαφέρουσα επίσκεψη, στο κοντινό νησάκι ΠΡΩΤΗ, με τη ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ. Ακολουθεί πλούσιο Πασχαλινό εορταστικό γεύμα με παραδοσιακή μουσική και όχι μόνο και το γλέντι κορυφώνεται... Το απόγευμα θα παρακολουθήσουμε τη λειτουργία της Αγάπης και το ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ, ένα έθιμο που κρατά για περισσότερο από έναν αιώνα στη ΜΑΡΑΘΟΥΠΟΛΗ. Διαν/ση.

    ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ : Πρωινό και επίσκεψη στη ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΗ (ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ) ένα μικρό χωριό στη δυτική πλαγιά του όρους Αιγάλεω, που φιλοξενεί τον ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, ένα Βυζαντινό μνημείο του 11ου αιώνα, που η λαϊκή παράδοση το ονομάζει ‘’ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ’’. Επόμενος σταθμός η ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ και η μαγευτική διαδρομή μας για τη ΒΥΤΙΝΑ, στάση- επίσκεψη και αναχώρηση για Αθήνα με ενδιάμεση στάση στο ΣΠΑΘΟΒΟΥΝΙ, άφιξη το βράδυ.

     

    ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ:

    • Εκδρομές – περιηγήσεις με πολυτελές κλιματιζόμενο πούλμαν.
    • Τρείς διανυκτερεύσεις, στο ξενοδοχείο ΑRTINA, στη ΜΑΡΑΘΟΥΠΟΛΗ.
    • Ημιδιατροφή, τρία πρωινά σε μπουφέ, δείπνο τη Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Αναστάσιμο δείπνο το Μ.ΣΑΒΒΑΤΟ & εορταστικό Πασχαλινό γεύμα την ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.
    • Αρχηγός – συνοδός.
    • ΦΠΑ.
    • Φόρος διαμονής.

  • Η Πύλος,[4] ιστορικά γνωστή παλαιότερα και με την ενετική-ιταλική ονομασία ως Ναβαρίνο ή Ναυαρίνο, είναι παραθαλάσσια κωμόπολη, η οποία υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Πύλου - Νέστορος και βρίσκεται στα δυτικά του Νομού Μεσσηνίας, ενώ ως το 2010, αποτελούσε έδρα του ομώνυμου Δήμου.

    Είναι γνωστή για την αρχαία, μεσαιωνική και σύγχρονη ιστορία της. Επισημαίνεται πάντως ότι η πρώτη και αρχαιότερη πόλη της Πύλου, η Αρχαία Πύλος, δεν ταυτίζεται γεωγραφικά με την σημερινή κωμόπολη, αν και η δεύτερη, αποτελεί τόσο την τιμητική, όσο και την ουσιαστική οικιστική συνέχεια της πρώτης. Επίσης, όσον αφορά την αρχαία Πύλο, αυτή ταυτίζεται, μερικώς μόνο, με διάφορα αρχαιολογικά κατάλοιπα ανακτόρων και λοιπών διοικητικών και οικιστικών υποδομών σε διάφορες άλλες γειτονικές αρχαιολογικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, αλλά παραμένει ουσιαστικά αταυτοποίητη, εν συνόλω, σύμφωνα με τους παλαιότερους και τους σύγχρονους ειδικούς-ερευνητές. Χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς της μινωϊκής περιόδου της αρχαίας πόλης είναι το Ανάκτορο του Νέστορα, αλλά και άλλα ανάκτορα, όπως αυτά που έχουν ανεβρεθεί και ανασκάπτονται στην κοντινή Ίκλαινα.

    Η Πύλος είναι σήμερα η έδρα του Δήμου Πύλου - Νέστορος, που υπάγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Μεσσηνίας, η οποία συστάθηκε το 2011 με το Πρόγραμμα Καλλικράτης. Στην τελευταία απογραφή πληθυσμού που έγινε το 2011, ο Δήμος Πύλου - Νέστορος είχε πληθυσμό 21.077 κατοίκους, η Δημοτική Ενότητα Πύλου 5.287 κατοίκους, η Δημοτική Κοινότητα Πύλου 2.767 κατοίκους, ενώ η Πύλος είχε 2.345 κατοίκους και ήταν η έκτη σε πληθυσμό πόλη της Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας, μετά την πρωτεύουσα Καλαμάτα (54.100), την Μεσσήνη (6.065), τα Φιλιατρά (5.969) την Κυπαρισσία (5.131) και τη Χώρα (3.454).[5].

    Η σύγχρονη κωμόπολη της Πύλου βρίσκεται στο νοτιοδυτικό μέρος της Πελοποννήσου, δίπλα στις ακτές του Ιονίου. Το λιμάνι της Πύλου αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο της δυτικής περιοχής της Μεσσηνίας με ανοδική εμπορική και επιβατική/τουριστική ανάπτυξη. Λόγω της στενόμακρης μορφής της νήσου νήσου Σφακτηρίας η οποία «κλείνει» τον όρμο του Ναυαρίνου, γνωστού και ως Κόλπου της Πύλου, και η οποία λειτουργεί ως φυσικός κυματοθραύστης, ο Κόλπος του Ναυαρίνου και το λιμάνι της Πύλου θεωρείται ως ένα από τα ασφαλή αγκυροβόλια στη Μεσόγειο.

    Τοποθεσία

    Η Πύλος βρίσκεται περίπου 274 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Αθήνα, 211 χιλιόμετρα νότια από την Πάτρα, 118 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Τρίπολη και περίπου 55,5 χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά της Καλαμάτας. Έχει υψόμετρο από 0-14[1][6] μέτρα και βρίσκεται στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Κοντά στην Πύλο βρίσκονται οι κωμοπόλεις της Κυπαρισσίας, των Φιλιατρών, των Γαργαλιάνων και της Χώρας, προς τα βόρειά της, σε αποστάσεις περίπου 52, 36, 25 και 22,5 χιλιομέτρων αντίστοιχα, ενώ προς τα νότιά της και τα νοτιανατολικά της βρίσκονται οι κωμοπόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης, σε αποστάσεις περίπου 11 και 40 χιλιομέτρων αντίστοιχα. Σε κοντινές αποστάσεις βρίσκονται επίσης, προς τα νοτιοανατολικά της ο Κυνηγός, το Μεσοχώρι και η Πήδασος σε αποστάσεις 6,5, 7,5 και 8,5 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα, προς τα νότιά της το Καινούργιο Χωριό σε απόσταση 6,5 περίπου χιλιομέτρων, προς βορειοανατολικά της η Πύλα και η Ίκλαινα σε αποστάσεις 8 και 17 περίπου χιλιομέτρων, προς τα βόρειά της η Γιάλοβα και το Κορυφάσιο σε αποστάσεις 7,5 και 15 περίπου χιλιομέτρων και προς τα βορειοδυτικά της το Πετροχώρι, ο Ρωμανός και η Τραγάνα σε αποστάσεις 15,5, 15 και 16 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα.

    Ονομασίες

    Κορυφάσιον & Πύλος

    Σύμφωνα με την μυθολογία, η πρώτη και αρχαιότερη πόλη της Πύλου ιδρύθηκε στη νοτιοδυτική Αρχαία Μεσσηνία από τον μυθικό επώνυμο ήρωα Πύλο ή Πύλα. Ο Πύλος, κατά μια πρώτη εκδοχή, η οποία αναφέρεται στο έργο «Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου» (παλαιότερα αποδιδόταν ως έργο στον Απολλόδωρο, ενώ σήμερα αποδίδεται σε άγνωστο συγγραφέα αναφερόμενο ως Ψευδο-Απολλόδωρο)[7] ήταν γιος του θεού Άρη και της Δημονίκης, κόρης του Αγήνορα και της Επικάστης, εγγονή του Αντήνορα και αδελφή του Πορθάονα. Η Δημονίκη και ο Άρης ήταν οι γονείς του Ευήνου, του Πύλου, του Θέστιου και του Μώλου.[8] Κατά μια άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας, στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά» (βιβλίο 4, στιχ. 36.1-36.2)[9] ο επώνυμος ιδρυτής ταυτίζεται με τον Πύλα, ο οποίος ήταν βασιλιάς των Μεγάρων, γιος του Κλήσωνα και εγγονός του Λέλεγα. Ο Πύλαντας πήγε στην Πελοπόννησο επικεφαλής ομάδας Λελέγων και ίδρυσε την πρώτη ομώνυμη πόλη, γνωστή και ως την Πύλο της Μεσσηνίας, ενώ όταν αργότερα ο Νηλέας τον εξεδίωξε από αυτήν, ο Πύλαντας κατέφυγε στην Ήλιδα, όπου ίδρυσε και τη δεύτερη ομώνυμη πόλη, γνωστή και ως την Πύλο της Ήλίδας. Θυγατέρα του Πύλαντα ήταν η Πυλία.

    Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι η πόλη ονομαζόταν και Κορυφάσιον, από το Ακρωτήριο Κορυφάσιον (ἄκρα Κορυφάσιον), πάνω στο οποίο είχε κτιστεί.[9] Εκεί κοντά υπήρχε και ο ναός της Κορυφασίας Αθηνάς (πβ. το Κορυφάσιο Μεσσηνίας).[10] Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, την ανέφεραν επίσης ως Κορυφάσιον.[11]

    Πύλος & Νηλήιον

    Προς τιμή του πατέρα του Νέστορα Νηλέα η πόλη αναφερόταν και ως «Νηλήιον». Ο Νηλέας ήταν γιος της Τυρούς και του θεού Ποσειδώνα, δίδυμος αδελφός του Πελία και ετεροθαλής αδελφός του Αίσονα (γιου του Κρηθέα και της Τυρούς), του Φέρητα και του Αμυθάονα. Ο Νηλέας και ο Πελίας φιλονίκησαν για τη βασιλεία της Ιωλκού. Ο Πελίας έδιωξε τον Νηλέα, όπως και τον Αίσονα, και έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό της Θεσσαλίας, ενώ ο Νηλέας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν αυτός που ίδρυσε την Πύλο. Εκεί πήρε ως σύζυγό του τη Χλωρίδα, κόρη του Αμφίονα και μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Πηρώ, και πολλούς γιούς, μεταξύ των οποίων και οι Ταύρος, ΑστέριοςΠυλάωνΔηίμαχοςΕυρύβιοςΠερικλύμενος, ο μετέπειτα σοφός βασιλιάς Νέστορας, κ.ά. Το τέλος του Νηλέα επήλθε όταν ο Ηρακλής εξεστράτευσε εναντίον του με την αιτιολογία ότι ο Νηλέας αρνήθηκε να τον εξαγνίσει από τον φόνο του Ιφίτου. Τότε ο Νηλέας σκοτώθηκε μαζί με 11 από τους γιούς του ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, διασώθηκε και πέθανε από κάποια ασθένεια στην Κόρινθο όπου είχε καταφύγει, οπότε στη συνέχεια ενταφιάσθηκε εκεί. Οι απόγονοι του Νηλέα ονομάσθηκαν Νηλείδες. Οι Νηλείδες, διωγμένοι από τους Ηρακλείδες, σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους, σε μερικούς από τους οποίους και βασίλευσαν. Χρονικά κατατάσσονται στα τέλη του 12ου αι. π.Χ., αφού η μετακίνησή τους από την Πύλο προς την Αθήνα χρονολογείται το 1104 π.Χ..[12]

    Ονομασίες μέσων χρόνων

    Η Πύλος διατήρησε το αρχαίο της όνομα στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, αλλά εμφανίζεται, πιθανώς μετά τον 6ο αιώνα, που καταλήφθηκε από τους Αβάρους,[13] ως και την κατάκτησή της από τους Φράγκους, τον 13ο αιώνα, με δυο ονόματα, ως "Ζόγκλος" και ως Αβαρίνο (Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο).

    Πύλος & Ζόγκλος (Port-de-Jonc ή Port-de-Junch)

    Η ονομασία, ως "Ζόγκλος", προέρχεται από το γαλλικό όνομα "Port-de-Jonc" ("Rush Harbour") ή "Port-de-Junch", με ορισμένες παραλλαγές και παράγωγα: Στα ιταλικά ως "Porto-Junco" ή "Zunchio" ή "Zonchio", στο μεσαιωνικά καταλανικά ως "Jonc ", στα λατινικά Iuncum "Zonglon" ή "Zonglos" και στα ελληνικά ως το "Ζόγγον" ή ο "Ζόγγος", το "Ζόγκλον" ή ο "Ζόγκλος", κ.λπ. Το όνομα αυτό προερχόταν πιθανώς από τα έλη και τη βλάστηση που περιέβαλαν τον τόπο.[14][15]

    Αβαρίνο, Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο (Avarin, Navarin, Navarino)

    Η ονομασία ως ο Αβαρίνος ή το Αβαρίνο ή Αβαρήνο, προέκυψε σύμφωνα με μια εκδοχή, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Αβάρους, τον 6ο αιώνα. Αργότερα συντομεύθηκε σε Βαρίνος ή επιμηκύνθηκε σε Αναβαρίνος με επένθεση, η οποία μετεξελίχθηκε σε Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο (Navarino) στα ιταλικά (πιθανώς με επανάταξη) και Ναβαρίν (Navarin) στα γαλλικά.[14] Η ετυμολογία της λέξης πάντως δεν είναι βέβαιη. Μια άλλη εκδοχή θεωρεί ότι η ονομασία Ναυαρίνο προέρχεται εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου+Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο). Με την ίδια ονομασία πάντως προσδιορίζονταν ολόκληρος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει. Μια άλλη ετυμολογία, βασισμένη σε στοιχεία της παράδοσης, η οποία προτάθηκε από τον περιηγητή Nompar de Caumont στις αρχές του 15ου αιώνα και επαναλήφθηκε μεταγενέστερα σε έργα του Γερμανού ιστορικού Καρλ Χοπφ (Karl Hopf, 1832–1873), αποδίδει το όνομα Ναβαρίνο στη στρατιωτική μισθοφορική Εταιρεία των Ναβαρραίων, η οποία έδρασε τον 14ο αιώνα και στον Μοριά, αλλά αυτό είναι σαφώς λάθος, καθώς το όνομα χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Το 1830 ο ο Αυστριακός περιηγητής, πολιτικός και ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer, 1790–1861), πρότεινε ότι η ονομασία θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα των Αβάρων που εγκαταστάθηκαν εκεί, μια άποψη που υιοθετήθηκε από μερικούς μετέπειτα μελετητές, όπως ο Βρετανός ιστορικός Ουίλιαμ Μίλλερ (William Miller, 1864–1945).[16] Η εκτίμηση πάντως των σύγχρονων ερευνητών, από την άλλη πλευρά, θεωρεί πιο πιθανό ότι η ονομασία είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "τόπος των σφενδάμων" ή το "μέρος με τα σφεντάμια".[17][18][19][14][15]

    Η ονομασία Αβαρίνος - Ναβαρίνο (Avarinos/Navarino), αν και χρησιμοποιούταν πριν από τη Φραγκοκρατία, τέθηκε σε ευρεία χρήση και σύντομα υπερκέρασε την ονομασία Port-de-Jonc και των παραγώγων της, μόνο ύστερα από τον 15ο αιώνα, δηλαδή, μετά την κατάρρευση του φράγκικου Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1205–1432).[14]

    Σπανοχώρι (Spanochori)

    Στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν η περιοχή ελεγχόταν από την Εταιρεία των Ναβαρραίων, ήταν επίσης γνωστό ως Château Navarres και ονομαζόταν από τους ντόπιους Έλληνες ως Σπανοχώρι (Spanochori), δηλαδή χωριό των Ισπανών.[20] Κατά τις περιόδους της οθωμανικής κατοχής (1498-1685 και 1715-1821), η τουρκική ονομασία ήταν Αναβαρίν (Anavarin [o]).

    Νεόκαστρον & Παλαιόκαστρον

    Μετά την κατασκευή, το 1571/2, του νέου οθωμανικού φρουρίου (Anavarin kalesi), στην τοποθεσία της σημερινής Πύλου, στα νοτιοδυτικά του κόλπου, το νέο φρούριο/κάστρο έγινε γνωστό ως το Νέοκαστρον (Νέο Κάστρο ή Νιόκαστρο, «νέο κάστρο»), ενώ το παλιό φραγκικό κάστρο στα βορειοδυτικά του κόλπου έγινε γνωστό, αναφερόμενο σε αντιδιαστολή, ως το Παλαιόκαστρον (Παλιόκαστρο ή Παλιόκαστρο , "παλιό κάστρο").[20] Με την ανάπτυξη στη συνέχεια, του οικισμού έξω από τα τείχη του Νιόκαστρου, ο οικισμός που έφερε επίσης το όνομα Νέοκαστρον, ήταν αυτός που μετεξελίχθηκε στη σημερινή κωμόπολη.

    Ιστορία

    Σφραγιδόλιθος από αχάτη, μεγέθους 3,5 περίπου εκατοστών, με εγχάρακτο σχέδιο στο οποίο εικονίζεται σκηνή μάχης. Βρέθηκε στον τάφο του «Γρύπα Πολεμιστή».[21][22][23]

    Η Πύλος έχει μακρά ιστορία, η οποία συμβαδίζει με αυτήν της Πελοποννήσου. Το ξεκίνημά της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, αφού κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ιδρύθηκε από τον επώνυμο ήρωα Πύλο ή τον βασιλιά Νηλέα και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιον, από το Ακρωτήριο Κορυφάσιον, πάνω στο οποίο είχε κτιστεί. Κατά τα ομηρικά χρόνια αναφέρεται από τον Όμηρο ως η πρωτεύουσα στο βασίλειο του Νέστορα, το οποίο ήταν ένα από τα σημαντικά βασίλεια της μυκηναϊκής Ελλάδας, σύμφωνα και με τα αρχαιολογικά ευρήματα του ανακτόρου που είναι γνωστό ως το Ανάκτορο του Νέστορα, το οποίο συνδέεται με τον Νέστορα, βασιλιά της Πύλου, όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αργότερα η περιοχή υποδουλώθηκε στην Αρχαία Σπάρτη μαζί με την υπόλοιπη Αρχαία Μεσσηνία. Κατά την κλασική εποχή ο χώρος της αρχαίας μυκηναϊκής πόλης ήταν πλέον ακατοίκητος, αλλά στην περιοχή της έγινε η Ναυμαχία της Πύλου, το 425 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η Πύλος μόλις που αναφέρεται ιστορικά στη συνέχεια, κατά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή και μέχρι τον 13ο αιώνα και τη Φραγκοκρατία, όταν η περιοχή της έγινε τμήμα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Άρχισε να γίνεται πλέον γνωστή με τη γαλλική της ονομασία ως Port-de-Jonc ή την ιταλική της ονομασία ως Navarino, ενώ στη δεκαετία του 1280 οι Φράγκοι έχτισαν το παλαιό κάστρο του Ναυαρίνου στην περιοχή. Το Ναυαρίνο στη συνέχεια βρέθηκε υπό τον έλεγχο της Γαλληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, από το 1417 έως το 1500, όταν και κατακτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το Ναυαρίνο και τον κόλπο του ως ναυτική βάση και έχτισαν στο νοτιοδυτικό σημείο του το φρούριο του Νέου Ναυαρίνου. Η περιοχή του Παλαιού και Νέου Ναυαρίνου παρέμεινε υπό τον οθωμανικό έλεγχο, με εξαίρεση μια σύντομη ανανέωση της ενετικής κυριαρχίας, με το Βασίλειο του Μορέως το 1685-1715 και μια ρωσική κατοχή το 1770-71, μέχρι την ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση της περιοχής. Ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου ανακτά πρόσκαιρα το Ναυαρίνο για λογαριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1825, αλλά η ήττα του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, το 1827, ανάγκασε τον Ιμπραήμ να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο και επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

    Μυκηναϊκή εποχή

    Πολεμιστές και άρμα, σε τοιχογραφία από την Μυκηναϊκή Αρχαία Πύλο, η οποία χρονολογείται περί την LH IIIA/B περίοδο (περίπου 1350 π.Χ.).
    τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα•
    τοιγὰρ ἐγώ τοι, μῆτερ, ἀληθείην καταλέξω.
    ᾠχόμεθ' ἔς τε Πύλον καὶ Νέστορα, ποιμένα λαῶν•
    δεξάμενος δέ με κεῖνος ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν
    ἐνδυκέως ἐφίλει, ὡς εἴ τε πατὴρ ἑὸν υἷα
    ἐλθόντα χρόνιον νέον ἄλλοθεν• ὣς ἐμὲ κεῖνος
    ἐνδυκέως ἐκόμιζε σὺν υἱάσι κυδαλίμοισιν.
    αὐτὰρ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος οὔ ποτ' ἔφασκε
    ζωοῦ οὐδὲ θανόντος ἐπιχθονίων τευ ἀκοῦσαι.
    Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος ἀπάντησέ της κι εἶπε•
    Τὸ καθετίς, μητέρα μου, θὰ δηγηθῶ μὲ ἀλήθεια,
    Στὴν Πύλο καὶ στὸ Νέστορα σὰ φτάσαμε τὸ ρήγα,
    μὲς στ' ἁψηλὰ παλάτια του μὲ δέχτηκε μὲ ἀγάπη
    καὶ πόνο, σὰν ποὺ δέχεται γονιὸς ἀκριβοπαίδι,
    σὰν ἔρχετ' ἀπὸ ξενιτειές, ποὺ ἐκεῖ πλανιόταν χρόνια•
    ὅμοια μὲ δέχτηκε κι αὐτὸς κι οἱ ξακουσμένοι γιοί του,
    κι ἔλεγε πὼς ἀπὸ ἄνθρωπο δὲν ἄκουσε στὸν κόσμο
    ἂ ζουσε γιὰ ἂν ἀπέθανε ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας.

    Όμηρος, «Οδύσσεια», Ραψωδία Ρ, στιχ. 107-114.
    ΜετάφρασηΑργύρη Εφταλιώτη (Κλ. Μιχαηλίδη).


    Αρχαία Πύλος ήταν η πρωτεύουσα του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου, γνωστού και ως Βασιλείου του Νέστορα, το οποίο ήταν σημαντικό κέντρο την εποχή εκείνη, σύμφωνα και με την αναφορά του Ομήρου στην «Οδύσσεια» (Ραψωδία Ραψωδία Ρ, στιχ. 107-114). Η μυκηναϊκή πολιτεία της Πύλου (μεταξύ 1600-1100 π.Χ.) κάλυπτε έκταση 2.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και είχε πληθυσμό μεταξύ 50.000, σύμφωνα με τις πινακίδες της Γραμμικής Β, και 80.000-120.000 κατοίκων.[24][25]

    Οι ανασκαφές, μεταξύ 1939 και 1952, από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Καρλ Μπλέγκεν (Carl William Blegen, 1887–1971), οδήγησαν στην ανάδειξη του πρώτου, από μια σειρά ανακτόρων, του βασιλείου της Αρχαίας Πύλου, της Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για το Ανάκτορο του Νέστορα στην περιοχή του σύγχρονου Άνω Εγκλιανού , σε απόσταση περίπου 9 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κόλπου της Πύλου. Ο Μπλέγκεν ήταν αυτός που έδωσε πρώτος, σύμφωνα και με τα ομηρικά έπη, την ονομασία στα ερείπια του μεγάλου αυτού μυκηναϊκού παλατιού, που χρονολογείται περί το 1300 π.Χ. Οι πινακίδες της Γραμμικής Β, οι οποίες βρέθηκαν από τον Blegen δείχνουν σαφώς ότι ο ίδιος ο τόπος ονομαζόταν Πύλος και γραφόταν ως Linear B Syllable B050 PU.svgLinear B Syllable B002 RO.svg (pu-ro, 𐀢𐀫 Μυκηναϊκή ελληνική) από τους κατοίκους του. Το ανάκτορο καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Σε κοντινές περιοχές, όπως στη περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς, της Τραγάνας, της Ίκλαινας, αλλά και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις της περιοχής της Πυλίας, έχουν βρεθεί έκτοτε πολλά ακόμα στοιχεία/κατάλοιπα της περιόδου αυτής της Αρχαίας Πύλου. Επίσης τα ερείπια ενός οχυρού/φρουρίου από ακατέργαστη πέτρα βρέθηκαν στο κοντινό νησί της Σφακτηρίας, επίσης μυκηναϊκής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

    Κλασική εποχή

    Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στο έργο του «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», τον 5ο αιώνα π.Χ., η Πύλος ήταν «μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, χωρίς πληθυσμό».[11] Η αρχαία πόλη δεν βρισκόταν στη σύγχρονη Πύλο, αλλά βόρεια της νήσου Σφακτηρίας, σε απόσταση 400 στάδια από την αρχαία Σπάρτη.[11] Σύμφωνα επίσης με τον Παυσανία η πόλη της Πύλου απείχε από την αρχαία Μοθώνη (βλ. Μεθώνη) λίγο περισσότερο από 100 στάδια.[9] Στην κλασσική αρχαιότητα το ύψωμα του Κορυφασίου και η ευρύτερη περιοχή της ομηρικής Πύλου η οποία ήταν ακατοίκητη και η περιοχή της ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης με εξαίρεση την περίοδο 425-421 π.Χ. κατά την οποία σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (βιβλίο Δ') οχυρώθηκε από τους Αθηναίους και αποτέλεσε προκεχωρημένο αθηναϊκό οχυρό κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το 425 π.Χ. ο Αθηναίος πολιτικός Κλέων έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Πύλο όπου οι Αθηναίοι οχύρωσαν το βραχώδες ακρωτήριο, το οποίο είναι τώρα γνωστό ως «Κορυφάσιον» ή η «Παλαιά Πύλος» στο βορειοδυτικό άκρο του κόλπου, κοντά στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας και μετά από νικηφόρα σύγκρουση με τα σπαρτιατικά πλοία στη Ναυμαχία της Πύλου, ήλεγχαν την περιοχή και τον κόλπο της Πύλου. Λίγο αργότερα, οι Αθηναίοι νίκησαν και τα στρατεύματα των Λακεδαιμονίων, τα οποία είχαν οχυρωθεί στο παρακείμενο νησί της Σφακτηρίας, στη γνωστή και ως Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας. Το άγχος των Σπαρτιατών για την επιστροφή των αιχμάλωτων στρατιωτών τους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν ως όμηροι στην Αθήνα, συνέβαλε στην αποδοχή της συνθήκης του 421 π.Χ., η οποία είναι γνωστή και ως Νικίειος Ειρήνη. Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από την Σπαρτιατική κυριαρχία και την επανίδρυση της Πύλου τον 4ο αιώνα π.Χ. το ύψωμα του Κορυφασίου αποτέλεσε την ακρόπολη της επανιδρυθείσας πόλης.

    Αρχαιολογική έρευνα

    Στην περιοχή της Πύλου έχουν ανακαλυφτεί αξιόλογοι αρχαιολογικοί θησαυροί. Αρχικά ήρθαν στο φως πέτρινοι τοίχοι, κομμάτια από τοιχογραφίες, δάπεδα, μυκηναϊκά αγγεία, πήλινες επιγραφές στον Επάνω Εγκλιανό. Οι πρώτες αυτές έρευνες έγιναν το 1912-26 απ' τον Καρλ Μπλέγκεν και τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη. Διακόπηκαν στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ξανάρχισαν το 1952 από το Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1957 ανακαλύφθηκε κυψελοειδής τάφος, ο επιλεγόμενος του Νηλέως, από τον πατέρα του Νέστορα, μυθικό βασιλιά της Πύλου. Επίσης ανακαλύφθηκε και πτέρυγα του ανακτόρου ηλικίας 3.000 ετών. Το 1962 βρέθηκε πλήθος ευρημάτων στην περιοχή Περιστέρια Πύλου[26]. Οι προσπάθειες στην Πύλο συνεχίστηκαν και μέχρι το 1964, οπότε ήρθε στο φως ολόκληρο σχεδόν το Ανάκτορο του Νέστορα. Το ανάκτορο αυτό χρονολογικά τοποθετείται γύρω στα 1300 και 1200 π.Χ. και καταστράφηκε με την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.) Το κεντρικό κτίριο (50 x 32 μ.) περιλάμβανε το μέγαρο του βασιλιά και το μέγαρο της βασίλισσας ενώ υπάρχουν και άλλα κτίρια. Διάφοροι άλλοι βοηθητικοί χώροι, τάφοι και βωμός, ανακαλύφθηκαν στην περιοχή.

    330-1204: Βυζαντινή εποχή

    Λίγα είναι γνωστά κατά τη βυζαντινή εποχή για την Πύλο, η οποία διατηρούσε το αρχαίο όνομά της, εκτός από την αναφορά των επιδρομών στην περιοχή, των Αβάρων τον 6ο αιώνα και των Σαρακηνών από το Εμιράτο της Κρήτης περί το 872/3.[27] Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και στις αρχές της Φραγκοκρατίας και της Α΄ Ενετοκρατίας η περιοχή και η πόλη αναφέρονταν ήδη και ως "Ζόγκλος".

    1205-1432: Μεσαίωνας - Α΄ Ενετοκρατία

    Τον 12ο αιώνα, ο Άραβας γεωγράφος Muhammad al-Idrisi , από την Θέουτα, ανέφερε το λιμάνι του παλαιού Ναυαρίνου ως το «ευρύχωρο λιμάνι του Irūda», στο έργο του Nuzhat al-Mushtaq .[27] Μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204, κατά την Πρώτη Ενετοκρατία και την Φραγκοκρατία, ο Μωριάς γίνεται κτήση των Βενετών και των Φράγκων. Αποτελεί πλέον ένα σταυροφορικό κράτος και ελέγχεται από το Πριγκιπάτο της Αχαΐας (1205-1432). Η Πύλος, αναφερόμενη πλέον και ως Ναβαρίνο, κατελήφθη γρήγορα από τους Σταυροφόρους, σύμφωνα με μια σύντομη αναφορά στο «Χρονικόν του Μορέως», αλλά δεν αναφέρεται ξανά μέχρι το 1280. Οι Βενετοί αντίστοιχα διεκδίκησαν τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης για λογαριασμό τους. Η κυριαρχία τους στις δύο πόλεις της Μεσσηνίας επικυρώθηκε το 1209 κλείνοντας συμφωνία με τον κυρίαρχό τότε της Πελοποννήσου Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Οι Βενετοί οχύρωσαν την Μεθώνη και την μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η περιοχή της γνώρισε σημαντική ευημερία και αποτέλεσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Αγίων Τόπων.[28] Προς την απαρχή του τέλους της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278[29] κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το φραγκικό επάκτιο κάστρο του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου πάνω στα ερείπια της αρχαίας και βυζαντινής οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας. Επισημαίνεται ότι στην περίοδο του Μεσαίωνα, μεταξύ 1262-1432, πολλά χωριά και εκτάσεις εδαφών της περιοχής του Ναυαρίνου και της σημερινής Πυλίας, δεν ανήκαν αποκλειστικά στην οικογένεια του Φλαμανδού σταυροφόρου, αλλά διαμοιράζονταν μεταξύ των Βαρωνιών της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) και της Μεθώνης. Η κοντινή πόλη της Κυπαρισσίας, η οποία αναφερόταν τότε ως Αρκαδία ή Αρκαδιά αποτέλεσε την έδρα της Βαρωνίας της Αρκαδίας. Η βαρωνία αυτή ήταν ένα κρατίδιο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1261/2 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο. Αρχικά, η πόλη της Αρκαδίας αποτελούσε τμήμα των προσωπικών κτήσεων του πρίγκιπα και σχηματίστηκε ως αποζημίωση για τον Βιλαίν Α΄ ντ'Ωλναί (Vilain d'Aulnay) μετά την βυζαντινή ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τη Λατινική Αυτοκρατορία το 1261.[30][31] Η κατοικία του βαρώνου ήταν το επισκευασμένο αρχαίο Κάστρο της Αρκαδίας.[32] Η ιστορία της περιόδου αυτής είναι ιδιαίτερα πλούσια.

    Επίσης, σύμφωνα με τη γαλλική και ελληνική εκδοχή του «Χρονικού του Μωρέως», ο Φλαμανδός σταυροφόρος Νικόλαος Β΄ Σαιντ Ομέρ, ο οποίος ήταν ηγεμόνας της Θήβας, μεταξύ 1258 - 1294, πρωτοστράτορας και Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, παρέλαβε, περί το 1281, μεγάλες εδαφικές εκτάσεις στη Μεσσηνία σε αντάλλαγμα για τα υπάρχοντα της συζύγου του στην Καλαμάτα και το Χλεμούτσι και ανέγειρε, το 1282, πάνω από τα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης της Πύλου και του κατεστραμμένου ελληνιστικού, ρωμαϊκού και βυζαντινού φρουρίου, το πρώτο κάστρο του Ναυαρίνου (το μεσαιωνικό), στα βορειοδυτικά του κόλπου, γνωστό σήμερα και ως Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου.

    Σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή των «Χρονικών», κατασκεύασε το Κάστρον του Αβαρίνου,[33] για μελλοντική χρήση από τον ανιψιό του, Νικόλαο Γ΄ Σαιντ Ομέρ, αν και η αραγονική έκδοση των «Χρονικών» αποδίδει την κατασκευή του κάστρου στον ίδιο τον Νικόλαο Γ΄, λίγα χρόνια αργότερα. Κατά τον A. Bon, στο έργο του «La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe», η κατασκευή του κάστρου από τον Νικόλαο Β΄, μετά το 1280 είναι πιθανότερη και ίσως πιθανότατα κατά την περίοδο 1287-89, όταν υπηρέτησε ως Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.[34] Παρά τις προθέσεις του Νικολάου Β΄, δεν είναι σαφές αν ο ανιψιός του κληρονόμησε πράγματι το Ναβαρίνο. Αν το έπραξε, πιθανώς να παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1317, όταν αυτό και όλα τα μεσσηνιακά εδάφη της οικογένειας επεστράφηκαν στη κεντρική διοίκηση του πριγκιπάτου, καθώς ο Νικόλαος Γ ' δεν είχε παιδιά.[34]

    Το 1293 στην περιοχή της Πύλου, η οποία τότε αναφερόταν και ως Ζόγκλος, σε τοποθεσία, που δεν είναι γνωστή προς το παρόν, πραγματοποιήθηκε στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και Αραγωνέζων πειρατών, οι οποίοι λεηλατούσαν παραλιακές πόλεις του πριγκιπάτου. Η μάχη που έγινε τότε, είναι γνωστή και ως η Μάχη του Ζόγκλου. Συμμετείχαν ο καστελάνος του φρουρίου της Καλαμάτας και Βαρώνος της Χαλανδρίτσας Γεώργιος Α΄ Γκίζι και ο Βαρώνος των Καλαβρύτων Ιωάννης ντε Τουρναί, από τη μια πλευρά για το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και από την άλλη πλευρά ο ναύαρχος Ρογήρος ντε Λούρια, ο οποίος είχε αναλάβει τότε πειρατική δράση για λογαριασμό του Βασιλείου της Αραγωνίας, ο οποίος και νίκησε.

    Το φρούριο παρέμεινε ως μη άξιο σημαντικής αναφοράς στη συνέχεια, εκτός από τη Ναυμαχία της Σαπιέντζας, του 1354 μεταξύ Βενετίας και Γένοβας[27] και ένα επεισόδιο, το 1364, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ της πριγκίπισας Μαρίας των Βουρβόνων και του πρίγκιπα Φιλίππου Β΄ του Τάραντα, λόγω της προσπάθειας της Μαρίας να διεκδικήσει το Πριγκιπάτο, μετά το θάνατο του συζύγου της Ροβέρτου του Τάραντα. Η Μαρία είχε πάρει την κατοχή του Ναβαρίνου (μαζί με την Καλαμάτα και τη Μάνη) από τον Ροβέρτο, το 1358, και ο ντόπιος καστελάνης, πιστός στη Μαρία, φυλακίστηκε σύντομα από τον Βάϊλο του νέου πρίγκιπα, Σάιμον ντελ Πόγκγιο. Η Μαρία των Βουρβόνων διατήρησε τον έλεγχο του Ναυαρίνου μέχρι το θάνατό της το 1377.[35] Την εποχή εκείνη, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και Αλβανοί, ενώ το 1381/2 υπήρχαν εκεί και ΝαβάρριοιΓασκώνιοι και Ιταλοί μισθοφόροι.[27]

    Από τα πρώτα χρόνια του15ου αιώνα, οι Βενετοί προσέβλεπαν στο φρούριο του Ναυαρίνου και την περιοχή του, φοβούμενοι, μήπως οι αντίπαλοί τους, οι Γενουάτες το καταλάβουν και το χρησιμοποιήσουν ως βάση για επιθέσεις εναντίον των βενετσιάνικων φρουρίων της Μεθώνης και της Κορώνης. Εν προκειμένω, τελικά οι Βενετοί κατέλαβαν το ίδιο το φρούριο το 1417 και μετά από παρατεταμένους διπλωματικούς ελιγμούς, κατάφεραν να νομιμοποιήσουν την κατοχή τους σε αυτό το 1423.[27][36] Το 1423 το Ναβαρίνο, όπως και η υπόλοιπη Πελοπόννησος, υπέστη την πρώτη του οθωμανική επιδρομή, υπό την ηγεσία του Τουρακάν Μπέη, που επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά το 1452.[20]

    1432-1460: Δεσποτάτο του Μυστρά

    Για μικρό χρονικό διάστημα, 30 περίπου ετών, μετά την Φραγκοκρατία και την Α΄ Ενετοκρατία, διάφορα τμήματα της περιοχής του Ναβαρίνου ήλεγχε και το Δεσποτάτο του Μυστρά (1349-1460). Από το 1417-18 οι Βυζαντινοί είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Το 1427 ο Βυζαντινός στόλος καταφέρνει να νικήσει σε ναυμαχία στα νησάκια Εχινάδες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, τον Παλατινό Κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο και λίγο αργότερα οι Βυζαντινοί καταλαμβάνουν τη Γλαρέντζα στην Ηλεία. Το 1429 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος, τα οποία παρέμειναν στην κατοχή των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος αναλαμβάνουν οι Παλαιολόγοι, με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα, λίγο πριν ο τελευταίος γίνει αυτοκράτορας. Όμως οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν αμείωτες τα επόμενα χρόνια, καθώς ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήθελε να εμποδίσει τους Θεόδωρο και Θωμά, οι οποίοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, από το να αποστείλουν ενισχύσεις στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα. Με αφορμή μία μεγάλη τουρκική επιδρομή ξέσπασε εξέγερση των κατοίκων, υπό τον Μανουήλ Κατακουζηνό, η οποία έληξε άδοξα με την επέμβαση του Τουραχάν ή Τουρχάν Μπέη. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και ενώ τα δύο αδέλφια συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πάτρα το 1458και το 1460 ο Μυστράς παρεδόθη αμαχητί στον Μωάμεθ Β΄ που έθεσε το τέλος στο δεσποτάτο. Η Βαρωνία της Αρκαδίας ήταν και το τελευταίο υπόλειμμα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας που υπέκυψε, το 1432, στους Βυζαντινούς Δεσπότες του Μορέως. Μετά την κατάκτηση της Πάτρας και της Χαλανδρίτσας το 1429-1430, που σήμανε και την ντε φάκτο κατάλυση του Πριγκιπάτου, ο τελευταίος Πρίγκιπας, Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, κράτησε μόνο την Αρκαδία ως προσωπικό του φέουδο. Μετά το θάνατό του το 1432 όμως, ο Δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος, καίτοι γαμπρός του Ζαχαρία, κατέλαβε τη βαρωνία και φυλάκισε την χήρα του Ζαχαρία και πεθερά του, η οποία και πέθανε στη φυλακή.[37][38][39]

    Ήταν επίσης το λιμάνι του Ναυαρίνου, το σημείο από το οποίο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος ξεκίνησε το 1437, για τη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, αλλά και το σημείο από το οποίο, ο τελευταίος Δεσπότης του Μορέως Θωμάς Παλαιολόγοςξεκίνησε με την οικογένειά του για τη Δύση, το 1460, μετά την οθωμανική κατάκτηση του Δεσποτάτου του Μοριά.[20]

    1460-1683: Α΄ Τουρκοκρατία

    Το Νεόκαστρο του Ναυαρίνου.
    Τμήμα του παλαιού υδραγωγείου.
    Κύριο λήμμα: Καζάς Ναβαρίνου

    Η περίοδος της Πρώτης Τουρκοκρατίας στην περιοχή του Μωριά αρχίζει με τη δεύτερη εκστρατεία του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή (Μεχμέτ Β΄), στην Πελοπόννησο. Μετά την παράδοση του Μυστρά (Πέμπτη 29 Μαΐου 1460) και της Βορδώνιας, κατέλαβε το Καστρίτζι και το Γαρδίκι (στο οποίο είχε καταφύγει ο πληθυσμός του Λεονταρίου). Ακολούθησαν τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου και της Καρύταινας και στη συνέχεια ο στρατός του κατέβηκε στην περιοχή των Κοντοβουνίων και την περιοχή της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), σύμφωνα με τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.[40] Είναι το διάστημα αυτό κατά το οποίο η περιοχή του Ναβαρίνου μετατρέπεται για πρώτη φορά σε καζά.

    Μετά το 1460, το φρούριο του Ναυαρίνου, μαζί με τα άλλα βενετικά κάστρα στη Μονεμβασιά και τη χερσόνησο της Μάνης, ήταν οι μοναδικές χριστιανικές περιοχές της Πελοποννήσου.[20][27] Ο ενετικός έλεγχος του Ναβαρίνου διατηρήθηκε και κατά τον πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-14779), αλλά όχι και κατά το Δεύτερο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1499-1503), καθώς μετά την ενετική ήττα στην Ναυμαχία της Μεθώνης, τον Αύγουστο του 1500, η φρουρά του Ναυαρίνου παραδόθηκε, παρόλο που ήταν καλά προετοιμασμένη για πολιορκία. Εντούτοις, οι Βενετοί προσπάθησαν ανακατάληψη λίγο μετά, στις 3/4 Δεκεμβρίου του 1500, όμως στις 20 Μαΐου 1501, εκδηλώθηκε κοινή οθωμανική επίθεση από θάλασσα και στεριά, υπό τον ναύαρχο Κεμάλ Ρεϊς και τον μετέπειτα βεζύρη Χαντίμ Αλή Πασά ή Ατίκ Αλή Πασά η οποία οδήγησε στην κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Οθωμανούς.[20][27]

    Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το Ναβαρίνο, το οποίο ονόμαζαν Αναβαρίν ή Άβαρνα (Anavarin ή Avarna), ως ναυτική βάση, είτε για πειρατικές επιδρομές είτε για μεγάλες επιχειρήσεις στόλου στις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής.[27] Το 1572/3, ο Οθωμανός αρχιναύαρχος (Καπουδάν Πασάς), ο Κιλίτζ Αλή Πασάς κατασκεύασε το νεότερο φρούριο του Ναυαρίνου, στα νοτιοδυτικά του κόλπου της Πύλου, δίπλα στη σύγχρονη κωμόπολη, το οποίο ονομαζόταν ως Αναβαρίν-ι-Κεντίντ (Anavarin-i Cedid) ή Νέο Ναυαρίνο ή Νέοκαστρο ή Νιοκαστρο στα Ελληνικά), για να αντικαταστήσει το ξεπερασμένο φραγκικό κάστρο.[27] Το Νέο Ναβαρίνο ή Νιόκαστρο ή Νεόκαστρο, δηλαδή η σημερινή Πύλος,[41] οικοδομήθηκε σταδιακά γύρω από το καινούργιο κάστρο που έχτισαν οι Οθωμανοί, το 1573, για τον έλεγχο της νότιας εισόδου, στον όρμο του Ναυαρίνου. Το κάστρο ονομάστηκε Νεόκαστρο σε αντιδιαστολή με το Παλαιόκαστρο, το παλαιότερο φρούριο που έλεγχε την βόρεια είσοδο του όρμου.[42] Νεόκαστρο (Νιόκαστρο) υπήρξε και το αρχικό όνομα του νεότερου οικισμού. Το όνομα Πύλος αποδόθηκε στον σημερινό οικισμό μεταγενέστερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.

    1683-1715: Β΄ Ενετοκρατία

    Το Ναβαρίνο (Νιόκαστρο) περί το 1690, σε έργο του Φλαμανδού χαράκτη Γιάκομπ Πέετερς (Jacob Peeters, 1637–1695).[43]

    Οι Βενετοί επανακατέλαβαν ξανά το Ναβαρίνο, στη δεκαετία του 1650, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου (1645–1669).[27]

    Το 1668, ο Οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi) στο βιβλίο του «Seyahatnâme», δηλαδή, «Βιβλίο των ταξιδιών» περιγράφει την πόλη ως εξής:

    Το Anavarin-i Atik είναι ένα απαράμιλλο κάστρο ... το λιμάνι είναι ένα ασφαλές αγκυροβόλιο ...
    στους περισσότερους δρόμους του Anavarin-i Cedid υπάρχουν πολλές πηγές τρεχούμενου νερού ... Η πόλη είναι διακοσμημένη με δέντρα και κληματαριές, έτσι ώστε ο ήλιος να μην χτυπάει στην αγορά, καθόλου, και όλοι οι ευγενείς της πόλης κάθονται εδώ, παίζοντας τάβλι, σκάκι, διάφορα είδη σχεδίων και άλλα επιτραπέζια παιχνίδια ....

    Το 1685, κατά τα πρώτα στάδια του έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου, γνωστού και ως Πολέμου του Μοριά (1684–1699), οι Βενετοί υπό τον Φραντσέσκο Μοροζίνι και τον Ότο Βίλχελμ φον Κένιξμαρκ εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της και κατέλαβαν προχωρώντας και τα δύο φρούρια του Ναυαρίνου. Με τη χερσόνησο σε ασφάλεια και υπό ενετικό έλεγχο, το Ναυαρίνου έγινε διοικητικό κέντρο στο νέο Βασίλειο του Μορέως.[27] Η περιοχή του Ναβαρίνου την περίοδο της Δεύτερης Ενετοκρατίας (1683/84-1715), δηλαδή το χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν εκ νέου την Πελοπόννησο, μέσω της κτήσης τους (Stato da Mar), η οποία είναι γνωστή και ως Βασίλειο του Μορέως (1688-1715), αναφερόταν ως τερριτόριο ή επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin).

    Την εποχή της Β΄ Ενετοκρατίας και τα δυο χωριά, το ένα στο Παλαιόκαστρο και το άλλο στο Νιόκαστρο, αναφερόταν ως Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο. Το Νέο Ναβαρίνο και το Παλαιό Ναβαρίνο (Navarin Novo, Navarin Vecchio[44] και Borgo di Navarin[45]) Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715).

    Με βάση την ενετική απογραφή Corner του 1689, το Ναυαρίνο αναφέρεται ότι είχε 101 κατοίκους. Ολόκληρη η επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin), με βάση την ίδια απογραφή είχε συνολικά 1.413 κατοίκους,[45] ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, είχε ανέλθει σε 1.797 κατοίκους.[27]

    Οι Βενετοί, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου του Μορέως (1684-1699),ί προσπάθησαν με μεγάλη επιτυχία να αναπτύξουν την περιοχή του Μωριά, που είχε ερημωθεί από τον πόλεμο, και να αναζωογονήσουν την γεωργία και την οικονομία της, αλλά δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν την αφοσίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσουν την νέα τους κτήση στρατιωτικά. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος ανακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς μετά από μια σύντομη εκστρατεία τους που έγινε μεταξύ του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου του 1715. Η περιοχή του Ναυαρίνου παρέμεινε βενετσιάνικη επαρχία, μέχρι το 1715, όταν οι Οθωμανοί ανάκτησαν την Πελοπόννησο, κατά τη διάρκεια του έβδομου Βενετοτουρκικού πολέμου ή Δεύτερου Πολέμου του Μοριά (1714–1718).[27] Η Βενετική απογραφή του 1689 έδωσε στον πληθυσμό 1.413,

    1715-1821: Β΄ Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Κρήνη και ερείπια κτίσματος, πιθανότατα οθωμανικά, στην περιοχή του Ναβαρίνου, το 1808, σε έργο του Γάλλου ζωγράφου Antoine-Laurent Castellan (1772–1838).[46]
    Κύριο λήμμα: Καζάς Ναβαρίνου

    Για ένα περίπου αιώνα οι Τούρκοι κατείχαν και πάλι τον Μωριά, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η περιοχή του Ναυαρίνου και της Πυλίας μέχρι και την απελευθέρωσή της το 1821, έγινε και πάλι καζάς, ο Καζάς του Ναβαρίνου, δηλαδή μια από τις 24 επαρχίες του Πασαλικίου Πελοποννήσου,[27] που υπάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά την περίοδο της Δεύτερης Τουρκοκρατίας του Μωριά. Σύμφωνα με την έκδοση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα με τίτλο A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece: The Southwestern Morea in the 18th Century, μετά την ανακατάληψη των περιοχών του Μωριά από τους Τούρκους, η περιοχή του Ναβαρίνου αποτέλεσε ένα ακόμα τμήμα της οθωμανικής (defter) κτηματογράφησης.[47]

    Στις 10 Απριλίου 1770, μετά από πολιορκία έξι ημερών, το φρούριο του Νέου Ναυαρίνου, το Νιόκαστρο, παραδόθηκε στους Ρώσους κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών. Η οθωμανική φρουρά αφέθηκε να αναχωρήσει για την Κρήτη, ενώ οι Ρώσοι επισκεύαζαν το φρούριο για να καταστεί βάση τους. Την 1η Ιουνίου του 1770 ωστόσο, οι Ρώσοι το εγκατέλειψαν φεύγοντας και οι Οθωμανοί επανήλθαν στο φρούριο καίγοντάς το και εν μέρει κατεδαφίζοντάς το.[27] Εν τω μεταξύ, ο πληθυσμός που κατοικούσε εκεί είχε δραπετεύσει στην κοντινή νήσο Σφακτηρία, όπου οι Αλβανοί μισθοφόροι των Οθωμανών σφαγιάσαν τους περισσότερους από αυτούς.[48]

    1821: Απελευθέρωση του Ναβαρίνου

    Η Παράδοση του Νεoκάστρου κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, από τον Γερμανό ζωγράφο Πέτερ φον Ες (Peter von Hess, 1792–1871).

    Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, οι κάτοικοι του Νεόκαστρου εξεγέρθηκαν με αρχηγούς τους Γεωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη. Στις 25 Μαρτίου 1821 άρχισε η Πολιορκία του Νεοκάστρου,[49] η οποία και έληξε την 9η Αυγούστου του 1821.[50] Η οθωμανική φρουρά, ενισχυμένη από τον τοπικό μουσουλμανικό πληθυσμό της Κυπαρισσίας, κρατήθηκε μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, που αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Παρά την υπόσχεση που τους δόθηκε, για ασφαλή συμπεριφορά/μεταφορά, τελικά σφαγιάσθηκαν όλοι τους, στη γνωστή και ως Σφαγή του Ναυαρίνου[27]

    1825-1828: Ο Ιμπραήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η κατάσταση στον απελευθερωμένο Μοριά ήταν ακόμα ασταθής, όταν στις 24 Φεβρουαρίου του 1825, ο Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου αποβιβάστηκε στη Μεθώνη, με 4.000 πεζούς και 500 ιππείς.[51] Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Μαρτίου 1825, αποβιβάστηκαν στη Μεθώνη και πρόσθετες δυνάμεις, αποτελούμενες αυτήν τη φορά από 7.000 πεζούς και 400 ιππείς.[51] Οι Οθωμανοί σταδιακά επανέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής του Ναυαρίνου, νικώντας τους Έλληνες υπερασπιστές και ελέγχοντας τον Μοριά μέχρι τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.από το 1821 ως το 1825, για τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης η Πελοπόννησος ελεγχόταν από τις ελληνικές δυνάμεις, εκτός από τα φρούρια της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης που κατείχαν ακόμα τα οθωμανικά στρατεύματα.[51] Οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τελειώσει, από τις αρχές του 1825 και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Πελοποννησίων είχε ηττηθεί και φυλακιστεί, ενώ οι Ρουμελιώτες ένοπλοι που στήριξαν με τα όπλα τους την κεντρική διοίκηση περιφέρονταν στις επαρχίες του Μοριά προβαίνοντας σε πράξεις βίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ντόπιων.[51] Οι Έλληνες παρέμεναν πάντως διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα και ήταν ανήμποροι να σταματήσουν την επέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων. Η τότε κυβέρνηση (Εκτελεστικό), με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη, διόρισε αρχηγό τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, για να αποτρέψει τη διείσδυση του Ιμπραήμ προς το εσωτερικό της Μεσσηνίας και στη συνέχεια της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Η επιλογή αυτή του Εκτελεστικού επέφερε μεγάλη αναστάτωση στο στράτευμα, καθώς ο Κουντουριώτης, τυφλωμένος από τοπικισμό, παραμέρισε ικανούς στρατιωτικούς όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Αναστάσιος Καρατάσος και ο Κίτσος Τζαβέλλας, δίνοντας την αρχηγία σε άνθρωπο άπειρο από πόλεμο ξηράς.[52] Καθώς ο Ιμπραήμ πολιορκούσε τα κάστρα του Παλαιοκάστρου και Νεοκάστρου, οι Έλληνες επαναστάτες είχαν κάποιες νίκες, κυρίως ο Μακρυγιάννης στο Παλαιόκαστρο και οι Μακεδόνες, υπό τον Αναστάσιο Καρατάσο, στη Μάχη της Σχοινόλακκας (15/16 Μαρτίου 1825)[53] και ο ναύαρχος Μιαούλης με τη Ναυμαχία της Μεθώνης (30 Απριλίου 1825). Ο Ιμπραήμ αρχικά φρόντισε να εδραιώσει την υπεροχή του στα νότια της Μεσσηνίας, για να εξασφαλίσει την επικοινωνία Μεθώνης-Κορώνης και οχύρωσε τη στενή οδό μεταξύ Μεθώνης και Νεοκάστρου. Ο ίδιος στρατοπέδευσε στον μεσσηνιακό κάμπο. Στη δυτική Μεσσηνία διαδραματίστηκαν αρκετές μάχες μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων, που αποδεικνύουν τις προσπάθειες των πρώτων να καθηλώσουν αρχικά τις δυνάμεις του εχθρού στην περιοχή και στη συνέχεια να τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο.[51]

    Ο Ιμπραήμ συνέτριψε, σχεδόν καθοριστικά, τις ελληνικές δυνάμεις που επιχείρησαν να σταματήσουν την προέλασή του στη Mεσσηνία.[51] Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, εξάλλου, και οι μάχες που έγιναν στη συνέχεια, με τη Μάχη του Κρεμμυδίου (7 Απριλίου 1825), την μάχη και τη Πτώση του Νεοκάστρου (6 Μαΐου 1825), την μάχη και τη Μάχη της Σφακτηρίας (8 Μαΐου 1825) και τέλος με τη Μάχη στο Μανιάκι, στις 20 Μαίου 1825, όπου έχασε τη ζωή του ο Παπαφλέσσας.[51]

    8 Οκτωβρίου 1827: Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ελαιογραφία του 1831, από τον Γάλλο ζωγράφο Λουί Αμπρουάζ Γκαρνερέ (Louis Ambroise Garneray, 1783–1857).
    Μνημείο της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, στην κεντρική πλατεία της Πύλου.

    Τον Οκτώβριο του 1827 ο συνδυασμένος αιγυπτιακο-οθωμανικός στόλος ηττήθηκε στον κόλπο της Πύλου κατά τη διάκεια της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, από τους συμμαχικούς στόλους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, του Βασιλείου της Γαλλίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό αντέκρουσε τις επιτυχίες του Ιμπραήμ και το φθινόπωρο του 1828 τα στρατεύματά του αποσύρθηκαν από την Πελοπόννησο καθώς και από το φρούριο του Νιοκάστρου, το οποίο είχε παραμένει, κι αυτό υπό οθωμανική κατοχή μέχρι την Άνοιξη του 1828.[27] Στην κεντρική πλατεία της Πύλου υπάρχει σήμερα σχετικό μνημείο προς ανάμνηση της μεγάλης εκείνης νίκης των συμμαχικών στόλων.

    Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η σημερινή Πύλος οικοδομήθηκε εκ νέου, με σχεδιασμό σύγχρονης πόλης, ακριβώς έξω από τα τείχη του Νεοκάστρου και ουσιαστικά χτίστηκε από τα στρατεύματα του Γάλλου στρατηγού Νικολάου - Ιωσήφ Μαιζώνοςκατά τη διάρκεια της Γαλλικής Εκστρατείας στον Μοριά (Expédition de Morée), του 1828–1833,[27] γύρω από το νέο κάστρο, που έχτισαν οι Οθωμανοί το 1573, για τον έλεγχο της νότιας εισόδου, στον όρμο του Ναυαρίνου. Η αποστολή του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος 13.000-15.000 ανδρών, υπό την αρχηγία του Νικολάου - Ιωσήφ Μαιζώνος στην Πελοπόννησο μεταξύ των ετών 1828 και 1833, είχε ως σκοπό την υλοποίηση της εφαρμογής της Συνθήκη του Λονδίνου του 1827, της συμφωνίας σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες θα μπορούσαν να έχουν κράτος. Μέρος της αποστολής αυτής ήταν και 17 επιστήμονες, η «επιστημονική αποστολή του Μοριά» (Mission scientifique de Morée), οι οποίοι χαρτογράφησαν την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου, μελέτησαν τα αρχαία μνημεία και περιέγραψαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους σε βιβλία που δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την εποχή. Σύμφωνα με αυτούς, η περιοχή της επαρχίας του Ναβαρίνου, με βάση την γαλλική απογραφή του 1829 είχε συνολικά 1.596 κατοίκους.[54]

    Το νέο κάστρο, το οποίο είχε ονομαστεί Νεόκαστρο σε αντιδιαστολή με το Παλαιόκαστρο, το παλαιότερο φρούριο που έλεγχε την βόρεια είσοδο του όρμου.[55] Νεόκαστρο (Νιόκαστρο) υπήρξε και το αρχικό όνομα του οικισμού. Το όνομα Πύλος αποδόθηκε στον σημερινό οικισμό μεταγενέστερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, αποδόθηκε στο Νεόκαστρο το όνομα Πύλος, με το βασιλικό διάταγμα του 1833[56] και το 1835 ορίστηκε έδρα του Δήμου Πυλίων. Ο Δήμος Πυλίων σχηματίστηκε με το βασιλικό διάταγμα της 9ης Απριλίου 1835 και κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη των δήμων, με πληθυσμό 782 κατοίκους. Ο δημότης της Πύλου ονομάστηκε Πύλιος. Το 1844 η Πύλος αναφερόταν πάντως ακόμα και με την παλαιότερη ονομασία, ως Νεόκαστρον και Καλύβια. Η Πύλος υπήρξε έδρα κοινότητας στο διάστημα μεταξύ 1912-1946 και έδρα του πρώην δήμου Πύλου στο διάστημα μεταξύ 1946-2010.[57] Από το 2011 αποτελεί έδρα του νέου Δήμου Πύλου - Νέστορος.

    Σύγχρονος οικισμός

    Η σύγχρονη Πύλος έχει άριστη ρυμοτομία και διαθέτει όλες τις ανέσεις μιας σύγχρονης πόλης. Είναι παράλληλα τουριστικό, μεταφορικό και εμπορικό κέντρο. Το δυτικό άκρο της Εθνικής Οδού 82 αρχίζει από το κέντρο της Πύλου. Ο αυτοκινητόδρομος εκτείνεται από δυτικά προς τα ανατολικά και συνδέει την Πύλο με την Καλαμάτα και την Σπάρτη. Η περιοχή της έχει ευνοϊκό κλίμα, με ιδιαίτερα ήπιους χειμώνες. Η σύγχρονη κωμόπολη σχεδιάστηκε μετά την Ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827) από τους Γάλλους μηχανικούς του στρατηγού Mαιζόν και κατοικήθηκε από Mικρασιάτες, Eπτανήσιους και Μοραΐτες.[58] Εκτός από το Νιόκαστρο και τον πευκώνα του, στην πόλη υπάρχουν και άλλα σημαντικά μνημεία, όπως το παλιό υδραγωγείο αλλά και το μνημείο της νίκης των τριών Ναυάρχων στην κεντρική πλατεία της δίπλα στα μεγάλα πλατάνια. Στην Πύλο υπάρχουν επίσης το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου και το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, η οικία του ολυμπιονίκη Kωστή Tσικλητήρα,[59] στην Πλατεία Νέστορος, όπου στεγάζεται η Συλλογή του φιλέλληνα Ρενέ Πιο,[60] το Iνστιτούτο Aστροσωματιδιακής Φυσικής «Nέστωρ», του Εθνικού Αστεροσκοπείου, το οποίο φιλοξενείται στο παλαιό Γυμνάσιο της Πύλου και είναι υπεύθυνο για το Υποβρύχιο Τηλεσκόπιο Νετρίνων το Προγράμματος Νέστωρ - NESTOR Project (Neutrino Extended Submarine Telescope with Oceanographic Research Project), (Βλ. NESTOR Project & KM3NeT)[61][62][60] και άλλα σημαντικά αξιοθέατα, ιστορικές τοποθεσίες, κάστρα, παραλίες και βιότοποι που μετατρέπουν την κωμόπολη αυτή της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας σε σημαντικό τουριστικό κέντρο για εξορμήσεις και επισκέψεις στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας.[58][63]

  • Η Περιφέρεια Πελοποννήσου είναι μία από τις δεκατρείς Περιφέρειες της Ελλάδας. Περιλαμβάνει τους νομούς Αρκαδίας,ΑργολίδαςΚορινθίαςΛακωνίας και Μεσσηνίας.

    Οι νομοί Αχαΐας και Ηλείας παρ' όλο που βρίσκονται στην Πελοπόννησο, ανήκουν στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Έδρα της περιφέρειας είναι η πόλη της Τρίπολης. Μεγαλύτερη πόλη της Περιφέρειας Πελοποννήσου είναι η Καλαμάτα.

    Η περιφέρεια διαιρείται σε πέντεπεριφερειακές ενότητες: Αργολίδας, Αρκαδίας, Κορινθίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας.

    Η Πελοπόννησος (γνωστή και ως Μωρέας ή Μωριάς) είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας, και ένα από τα εννέα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Βρίσκεται στα νότια του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας και συνδέεται με τη Στερεά Ελλάδα μέσω μιας στενής λωρίδας γης, του Ισθμού της Κορίνθου, στον οποίο το 1893 κατασκευάστηκε η ομώνυμη διώρυγα, μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε νησί. Επιπλέον, από το 2004 η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου συνδέει την Πελοπόννησο με την Στερεά Ελλάδα και την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα. Η Πελοπόννησος διαιρείται διοικητικά σε πέντε νομούς ( ΜεσσηνίαΑρκαδίαΛακωνία,Αργολίδα και Κορινθία, με ένα μικρό τμήμα της να υπάγεται στο νομό Αττικής) και από το 1986 σε δύο περιφέρειες, τη Δυτικής Ελλάδας και την περιφέρεια Πελοποννήσου (και ένα μικρό τμήμα αντίστοιχα, στην Περιφέρεια Αττικής). Έχει έκταση 21.439 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 1.086.935 κατοίκους. Αποτελεί ιστορική κοιτίδα του ελληνισμού και κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια. Σε αυτήν αναπτύχθηκε ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός και κατοίκησαν και τα τρία κυριότερα ελληνικά φύλα (ΑχαιοίΊωνες και Δωριείς), ενώ στην Πελοπόννησο βρίσκονταν ορισμένες από τις σπουδαιότερες ελληνικές πόλεις-κράτη, όπως η Σπάρτη, η Κόρινθος και το Άργος. Αποτέλεσε θέατρο των περισσότερων πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στον ελληνικό χώρο με κορυφαία παραδείγματα τονΠελοποννησιακό Πόλεμο και την Ελληνική Επανάσταση, ενώ γνώρισε διάφορους κατακτητές όπως ΡωμαίουςΦράγκουςΟθωμανούςκ.ά. Μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου είναι η Πάτρα με δεύτερη κατά σειρά πόλη την Καλαμάτα.

     

     

  • Πριν ταξιδέψετε στην Ελλάδα

    Εάν ετοιμάζετε το ταξίδι σας στη χώρα μας, το πρώτο πράγμα που έχετε να κάνετε είναι να κατεβάσετε την εφαρμογή του Visit Greece, στο κινητό ή στο tablet σας. Θα σας φανεί χρήσιμη για την άνετη περιήγησή σας κατά την παραμονή σας στην Ελλάδα, δίνοντάς σας χρήσιμες πληροφορίες και tips για τον προορισμό που βρίσκεστε. Επίσης σας δίνει τη δυνατότητα να βρείτε μουσεία και επιχειρήσεις ή ακόμα και να κλείσετε ηλεκτρονικά τα εισιτήρια σας σε πολλά μουσεία και να αποφύγετε ουρές αναμονής.
    Μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν την εφαρμογή του Visit Greece, η οποία είναι διαθέσιμη σε IOS και Android.


    Ταξιδιωτικά έγγραφα

    Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει κυρώσει τη Συνθήκη Schengen. Η κίνηση πολιτών εντός της Ε.Ε. γίνεται και με την απλή επίδειξη της αστυνομικής σας ταυτότητας, χωρίς να είναι απαραίτητο το διαβατήριο. Ωστόσο, το διαβατήριο μπορεί να σας φανεί χρήσιμο για έναν αριθμό άλλων συναλλαγών, όπως συνάλλαγμα, αγορές κ.ά.
    Εάν είστε πολίτης χώρας εκτός της Συνθήκης του Schengen απαιτείται VISA για να εισέλθετε στην Ελλάδα και την Ε.Ε. Θα πρέπει να αναζητήσετε πληροφορίες στις κατά τόπους ελληνικές πρεσβείες ή προξενεία ή ακόμη και στους ταξιδιωτικούς τους πράκτορες. Διαβάστε περισσότερα εδώ.


    Θέματα υγείας & Ταξιδιωτικής Ασφάλειας

    Αν προέρχεστε από χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και χρειαστείτε στην Ελλάδα αναγκαία υγειονομική περίθαλψη, πρέπει να προμηθευτείτε πριν το ταξίδι σας την Ευρωπαϊκή Κάρτα Ασφάλισης Ασθένειας (ΕΚΑΑ) ή άλλο νόμιμο Κοινοτικό έγγραφο, το οποίο θα εκδώσει ο αρμόδιος ασφαλιστικός σας φορέας και με βάση το οποίο καλύπτεται μέρος ή το σύνολο των εξόδων νοσηλείας, κατά την παραμονή σας στην Ελλάδα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η αναγκαία περίθαλψη στην Ελλάδα χορηγείται από:

    • τις Μονάδες Υγείας ή τα κατά τόπους ιατρεία
    • τα Περιφερειακά Ιατρεία ή τα Κέντρα Υγείας του Ε.Σ.Υ.
    • τα συμβεβλημένα Εξωτερικά Ιατρεία Νοσοκομείων.

    Αν προέρχεστε από χώρα εκτός ΕΕ και προετοιμάζετε το ταξίδι σας στην Ελλάδα, σας συμβουλεύουμε να έρθετε σε επικοινωνία με τον ασφαλιστικό σας φορέα πριν ταξιδέψετε. Όταν βρίσκεστε στην Ελλάδα, σας συμβουλεύουμε να έχετε κρατημένα τα παρακάτω τηλέφωνα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

    • ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΜΕΣΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ (ΕKAB-ασθενοφόρα): 166
    • SOS ΙΑΤΡΟΙ : 1016
    • ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ : 112
    • ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ: 210 77 93 777
    • ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ: 199
    • ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ: 100
    • ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ: 1571
    • ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΖΩΩΝ: 210 6038023- 24 -28


    Συναλλαγματικές Ισοτιμίες

    Η Ελλάδα είναι μέλος Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρησιμοποιεί το ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Όπως και στις άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., τα νομίσματα του ευρώ είναι οκτώ και κυκλοφορούν σε τιμές των: 1, 2, 5, 10, 20 και 50 λεπτών και του 1 και 2 ευρώ. Τα χαρτονομίσματα κυκλοφορούν σε τιμές των 5, 10, 20, 50, 100, 200 και 500 ευρώ. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αναγράφονται ευκρινώς σε όλες τις τράπεζες που δέχονται συνάλλαγμα, ενώ οι κάτοχοι χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών μπορούν να προμηθευτούν ευρώ από τα ATMs των συνεργαζόμενων τραπεζών.
    Οι ελληνικές τράπεζες είναι συνήθως ανοικτές για το κοινό από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή από 8:00 έως 14:00. Ανταλλαγές ευρώ με οποιοδήποτε ξένο νόμισμα πραγματοποιούνται και σε ανταλλακτήρια συναλλάγματος που βρίσκονται στα αεροδρόμια και σε ορισμένα κεντρικά λιμάνια, στις μεγάλες πόλεις, καθώς και σε αρκετούς τουριστικούς προορισμούς. Για ανταλλαγές συναλλάγματος σας υπενθυμίζουμε ότι χρειάζεται διαβατήριο.


    Χρήση ηλεκτρικών συσκευών

    Η τάση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι 230 V / 50 Hz και τα βύσματα είναι τύπου F. Για να αποφύγετε τον κίνδυνο βραχυκυκλώματος, βεβαιωθείτε να πάρετε μέσα στη βαλίτσα σας τους απαραίτητους μετασχηματιστές/ προσαρμογείς για τις ηλεκτρονικές σας συσκευές ή βεβαιωθείτε ότι η επιλεγμένη υποδοχή θα σας παρέχει αυτά.


    Προστασία καταναλωτή

    Κατά την παραμονή σας στην Ελλάδα, προστατεύεστε ως καταναλωτής κατά τη διάρκεια των συναλλαγών σας από την ελληνική νομοθεσία.
    Σε περίπτωση παράλειψης ή παραβίασης των ανωτέρω, μπορείτε να τηλεφωνήσετε στην Τουριστική Αστυνομία στο 1571 (λειτουργία 24/7).
    Σε περίπτωση που χρειαστείτε να υποβάλλετε καταγγελία, σας παρακαλούμε να επικοινωνήσετε με το Ελληνικό Υπουργείο Τουρισμού στέλνοντας μήνυμα στην παρακάτω διεύθυνση: touristcomplaints@mintour.gr (Προσοχή, η αποστολή μηνυμάτων από το Υπουργείο Τουρισμού σε διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου hotmail.com είναι προσωρινά ανέφικτη λόγω πολιτικών ασφαλείας του παρόχου).


    Καιρός στην Ελλάδα

    Προκειμένου να σας διευκολύνουμε ποιά ρούχα και αξεσουάρ να συμπεριλάβετε στη βαλίτσα για το ταξίδι σας στην Ελλάδα, σας δίνουμε κάποιες γενικές πληροφορίες για το κλίμα της χώρας μας! Το κλίμα της Ελλάδας είναι μεσογειακό με μεγάλη ηλιοφάνεια, ήπιες θερμοκρασίες και περιορισμένες βροχοπτώσεις. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας, του έντονου ανάγλυφου και της κατανομής μεταξύ του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας και της θάλασσας. Το καλοκαίρι, οι ξηρές ζεστές μέρες συχνά δροσίζονται από εποχικούς ανέμους που ονομάζονται «μελτέμια», ενώ οι ορεινές περιοχές είναι πιο δροσερές. Οι χειμώνες είναι ήπιοι στα πεδινά με λίγο πάγο και χιόνι, αλλά τα βουνά είναι, συνήθως, καλυμμένα με χιόνι. Επίσης, είναι συχνό φαινόμενο να συνδυάζονται διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες την ίδια εποχή (για παράδειγμα ήπια ζέστη κοντά στη θάλασσα και δροσιά στις ορεινές περιοχές).
    Τέλος, λίγες μέρες πριν το ταξίδι σου σε ενθαρρύνουμε να αναζητήσετε τον καιρό του προορισμού που θα επισκεφτείτε, κάνοντας αναζήτηση στη σελίδα μας. Για παράδειγμα, εάν πρόκειται να ταξιδέψετε στην Αθήνα, βρείτε τη σελίδα του Προορισμό Αθήνα από την αναζήτηση και στο πάνω μέρος της σελίδας θα ανακαλύψετε τι καιρό που κάνει τη στιγμή εκείνη καθώς και για τις επόμενες 5 ημέρες.